τεχνολογώ

τεχνολογώ
τεχνολογῶ, -έω, ΝΑ [τεχνολόγος]
1. επεξεργάζομαι κάτι συστηματικά, υπάγω κάτι στους κανόνες μιας τέχνης
2. αναλύω γραμματικά τους λεκτικούς τύπους που απαντούν σε μία περίοδο τού λόγου
νεοελλ.
μιλώ ή γράφω περί τέχνης
αρχ.
(το ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ τεχνολογούμενα
οι κανόνες μιας τέχνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεχνολογώ — τεχνολόγησα, τεχνολογήθηκα, τεχνολογημένος 1. μιλώ ή γράφω για την τέχνη. 2. βάζω κάτι σε κανόνες, συστηματοποιώ. 3. αναλύω γραμματικά τις λέξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεχνολογῶ — τεχνολογέω prescribe as a rule of art pres subj act 1st sg (attic epic doric) τεχνολογέω prescribe as a rule of art pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • προτεχνολογώ — έω, Α προτάσσω τις αναγκαίες εισαγωγικές γνώσεις τέχνης ή επιστήμης σε μια συγγραφή ή διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τεχνολογῶ «εισάγω κάποιον στους κανόνες μιας τέχνης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”